- αδιαφώτιστος
- -η, -ο [διαφωτίζω]1. αυτός που δεν διαφωτίστηκε για κάτι, απληροφόρητος, μη ενήμερος2. ό,τι δεν διαφωτίστηκε, δεν διευκρινίστηκε, δεν αποσαφηνίστηκε.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αδιαφώτιστος — η, ο 1. αυτός που δε διευκρινίστηκε, έμεινε σκοτεινός: Η υπόθεση αυτή εξακολουθεί να μένει αδιαφώτιστη. 2. εκείνος που δε διαφωτίστηκε, που έμεινε απληροφόρητος: Στο ζήτημα αυτό είμαι αδιαφώτιστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αφώτιστος — η, ο (AM ἀφώτιστος, ον) 1. αυτός που δεν είναι φωτισμένος, ο σκοτεινός, ο αφεγγής 2. αδιαφώτιστος, απληροφόρητος 3. αβάφτιστος … Dictionary of Greek
ζοφώδης — ες (AM ζοφώδης, ες) [ζόφος] αυτός που έχει σκοτεινό χρώμα, σκοτεινός, ζοφερός μσν. μτφ. αυτός που είναι βυθισμένος στο σκοτάδι τής πλάνης και της αμάθειας, γεμάτος προκαταλήψεις, αμόρφωτος, αδιαφώτιστος … Dictionary of Greek
αφώτιστος — η, ο 1. ο μη φωτισμένος, ο σκοτεινός: Οι περισσότεροι δρόμοι στις συνοικίες μένουν τη νύχτα αφώτιστοι. 2. αδιαφώτιστος, ακαθοδήγητος, απαίδευτος: Στο θέμα αυτό τον είχαν αφήσει αφώτιστο. 3. αβάφτιστος: Το μωρό τους ήταν ακόμη αφώτιστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)